Created by: Ruolan Jiang
Number of Blossarys: 1
The charge for the privilege of borrowing money, typically expressed as an annual percentage rate.
Η χρέωση για τον δανεισμό χρημάτων, που συνήθως εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό επί του δανειζόμενου χρηματικού ποσού.
Traditionally, the exchange of one security for another to change the maturity (bonds), quality of issues (stocks or bonds), or because investment objectives have changed. Recently, swaps have grown to include currency swaps and interest rate swaps.
Παραδοσιακά, η ανταλλαγή ενός χρεογράφου με ένα άλλο με στόχο τη μεταβολή της ωριμότητας (για ομόλογα) ή την ποιότητα των τίτλων (για μετοχές ή ομόλογα), είτε επειδή έχουν αλλάξει οι επενδυτικοί στόχοι. Πρόσφατα, ο όρος swap έχει επεκταθεί για να συμπεριλάβει ανταλλαγές συναλλάγματος και πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων.
The current price of any specific option contract that has yet to expire. For stock options, the premium is quoted as a dollar amount per share and most contracts represent the commitment of 100 shares.
Η τρέχουσα τιμή ενός συγκεκριμένου δικαιώματος προαίρεσης που είναι σε ισχύ. Για τα δικαιώματα προαίρεσης μετοχών, η τιμή δικαιώματος ορίζεται σε ένα ποσό δολαρίων ανά μετοχή και τα περισσότερα συμβόλαια αφορούν τη δέσμευση 100 μετοχών.
A financial derivative that represents a contract sold by one party (option writer) to another party (option holder). The contract offers the buyer the right, but not the obligation, to buy (call) or sell (put) a security or other financial asset at an agreed-upon price (the strike price) during a certain period of time or on a specific date (exercise date).
Ένα χρηματοπιστωτικό παράγωγο που αποτελεί ένα συμβόλαιο που πωλείται από ένα συμβαλλόμενο μέρος (εκδότης προαιρετικού δικαιώματος) σε ένα άλλο μέρος (κάτοχος προαιρετικού δικαιώματος). Το συμβόλαιο προσφέρει στον αγοραστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει (call) ή να πουλήσει (put) ένα χρεόγραφο ή άλλο χρηματοπιστωτικό αγαθό σε μια συμφωνημένη τιμή (τιμή εξάσκησης) και σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή σε συγκεκριμένη ημερομηνία (ημερομηνία άσκησης του δικαιώματος).